- ξέστρωτος
- -η, -ο1. αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε το κάλυμμα, ο ξεστρωμένος.2. αυτός που δεν είναι στρωμένος, ο άστρωτος: Έχουμε ακόμη ξέστρωτη την αυλή.3. για ζώο, το ξεσαμάρωτο.4. για κρεβάτι ή τραπέζι, αυτό που δεν έχει τίποτε επάνω: Το φαγητό είναι έτοιμο, μα το τραπέζι ξέστρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.